ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΓΩΝ

 
Του Ιωάννη Αννουσάκη
Δράμα εις πράξεις πέντε
     Το παρόν δραματικόν έργον συνεγράφη παρά του Καλλιτέχνη Ζωγράφου Ιωάννου Δ. Αννουσάκη κατά το έτος 1939 και ανεβιβάσθη επί της σκηνής το ίδιον έτος παρά του Αθηναϊκού θιάσου Κεφαλοπούλου. Τους κυρίους ρόλους απέδωσαν ο ίδιος θιασάρχης Κ. Κεφαλόπουλος του Ήρωος και η κα Πλατή, της Ηρωίδος εσημείωσε δε αρίστην επιτυχίαν. Η υπόθεσις του έργου έχει ληφθεί από το έμμετρον έργον του Αντωνιάδου «ΚΡΗΤΗΙΔΑ» αναφερομένην εις την Ενετοκρατίαν εν Κρήτη και εις επανάστασιν εκραγείσαν ίσως κατά των Ενετών περί το 1580 περίπου εν Κρήτη οτε και κατελήφθη υπό των Κρητών επαναστατών το Ενετικόν Φρούριον Καστελλίου. Η υπόθεσις εκτυλίσσεται εις το σπήλαιον σταλακτιτών Αγίας Σοφίας Τοπολίων Κισάμου όπου υπάρχει παρά τώ λαώ ό θρύλος ο αναφερόμενος υπό του Αντωνιάδου εις την ΚΡΗΤΗΙΔΑ, ότι απεκεφαλίσθη ο Επίσκοπος Κισάμου Μισαήλ μετά του αδελφού του υπό του ανεψιού του, τη προτροπή του, δια να του χαρισθεί η ζωή παρά των Ενετών.
    Ως αναφέρει ό Επίσκοπος Κισάμου και Σέλινου αείμνηστος Άνθιμος Λελεδάκης εις σημειώσεις του, εις το εν λόγω σπήλαιον  Άγ. Σοφίας ανευρέθησαν παρά την Αγίαν Τράπεζαν παρά του επίσης αειμνήστου ιερέως Β. Μπλαβάκη δύο ακέφαλοι σκελετοί κατά το  1920 και επανετάφησαν με ιδιαιτέραν θρησκευτικήν πομπήν.
Εις τον κατάλογον τών Επισκόπων Ιεράς Επισκοπής Κισάμου καί Σελίνου αναφέρεται "Επίσκοπος Κισάμου Μισαήλ επί Ενετοκρατίας. Επί των ίσως αληθών αυτών ιστορικών θρύλων πλέκεται η υπόθεσις του έργου πού δημοσιεύομεν.
   Ο Συγγραφεύς έχει συγγράφει και άλλο θεατρικόν έργον τον ΘΡΗΝΟΝ ΤΗΣ ΡΑΧΗΛ, ήτο παλαιός συνεργάτης των εν Χανίοις εφημερίδων και περιοδικών, εξέδιδε εν Καστελλίω κατά το 1928 την εφημερίδα «Αγροτικήν Κίσαμον» και έχει δώσει διαλέξεις περί αισθητικής και Τέχνης.
                    ΠΡΟΣΩΠΑ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΓΟΣ      (ήρως Δράματος)
ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ                                (ηρωίς Δράματος)
ΜΑΡΙΑ                                             (εξαδέλφη Ψαρομηλλίγγου)
ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ                                  (Βοσκός Ψαρομηλίγγου)
ΜΙΣΑΗΛ ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΓΟΣ             (Επίσκοπος Κισάμου θείος Ψαρομηλίγγου)
ΓΕΡΩ ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΓΟΣ                 (αδελφός Επισκόπου πατήρ του Δημήτρη)
ΓΑΒΡΙΗΛ                                          (Διάκονος)
ΚΑΛΕΡΓΗΣ,                                     (Αρχοντόπουλοι Κρήτης)
ΣΚΟΡΔΥΛΗΣ, 
ΒΑΡΟΥΧΑΣ, 
ΜΟΥΣΟΥΡΟΣ
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ, 
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ.
     (Το παρόν έργον ανεβιβάσθη το πρώτον επί σκηνής τον μήνα Μάρτιον του έτους 1939 υπό του Θιάσου Κεφαλοπούλου)

ΠΡΑΞΙΣ Α'
   (Η σκηνή παριστάνει στο βάθος το βουνό του Άι Δίκιου. Στις ρίζες του υπάρχει το χωριό των Ψαρομήλιγγων.
Με το άνοιγμα της αυλαίας ή σκηνή φαίνεται άδεια και από μακριά ακούονται ήχος φιαμπολιού, κουδουνίσματα και κοπαδιών βελάσματα. Σε λίγο ακούγεται να τραγουδιέται με λεβεδιά το παρακάτω τραγούδι στο γνωστό ριζίτικο της Κρήτης ύφος, στο σκοπό του Διγενή).
Παλάτια είσαστε βουνά και ριζιμιά χαράκια
που σάς φιλεί το κρούσταλλο και τ’ ασημένιο χιόνι.
Ο ουρανός δροσολογά απάνω στις κορφές σας...
Σας συντροφευγ’ ο ουρανός σας παιγνιδίζ’ ο ήλιος
χιλιάδες μοσκοβότανα κι αμέτρητα λουλούδια
στεφάνια κάνουν στις πλαγιές μοσχοβολούν τα χνώτα
κάνουν το πάτημ’ αλαφρό, αητού φτερά δανείζουν
πώς ατσαλώνει η καρδιά και η ψυχή πλαταίνει
στην συντροφιά σας τόποι μου περήφανα βουνά μου
είμαι στοιχειό, ειμ’ αητός και βασιλιάς και ρήγας.
   (Με την τελευταία στροφή τραγουδώντας μπαίνει μέσα ό Δημήτρης Ψαρομίλιγγος είναι αντιπροσωπευτικός τύπος της κρητικής λεβεντιάς, φορεί ρούχα της μεσαιωνικής εποχής της Κρήτης και κρατά σύνεργα του κυνηγιού.
Στέκεται μετά δύο τρία βήματα και παίρνει μια βαθειά ανάσα. Βάζοντας κατόπι το χέρι γείσο στο μέτωπο, σαν σκεπή στον ήλιο ερευνά τα ολόγυρα βουνά και με τα δάκτυλα σφυρίζει κατά το έθιμο των βοσκών της Κρήτης. Μετά ό Δημήτρης Ψαρομίλιγγος κάνει με τα χέρια είδος τηλεβόα και φωνάζει από την άκρη της σκηνής).
   Ε'... Ε'... Μαρκουλή.. ηηη.  Κοντοβόλησε ε... ε... (ακούεται μια φωνή απομεμακρυσμένη σαν ηχώ) έρχουμαι αι...
   ΔΗΜ. ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΓΟΣ (μονολογεί) Μπρε σαν που αντίντηρε τα πρόβατα O παλαβός, στο μονοκούμαρο; Ίσως να βρήκαν βόσκημα εκιά τα οζά μα αν ανακατευτούνε με τω Πέρηδω ασμπερδεξοδουλιές δέξου.
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ (Μπαίνει μέσα από την άλλη άκρη της σκηνής με τη φορεσιά Κρητικού βοσκού. Φορεί σακούλι στη ράχη και στα σπαούλια ξεπερασμένο το καπότο. Με τη μια χέρα κρατεί από την κάννη ένα τουφέκι της εποχής και τ’ ακουμπά στον ώμο και με την άλλη μια αμπελιτσένια μαγκούρα. Σιμώνει πρόσχαρος στο Δημήτρη χαιρετώντας).
  - Ώρα καλή σου άρχοντα Δημήτρη μου, πάλι με αναστορίστηκες;
   ΔΗΜ. ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΓΟΣ. Ώρα καλή και για χαρά σου Μαρκουλή μου ήρθα να δώ είντα γίνεσαι. Κυνηγούσα ως εδά μα οι παντέξερες πέρδικες μ’ ανεριαστήκανε και δε βάρηκα παρά μιας στο φτερό και γυρίζω ώρα και ώρα. Μα που αντίντηρες τα έγκολα μπρέ, Μαρκουλή, στο Μονοκούμαρο;
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. Ναίσκε Δημήτρη Άρχοντα μου.
   ΔΗΜ. ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΓΟΣ. Κι’ ο Νικολής που είναι;
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. Πάει να δή ιντα γίνονται μη μπας καί σπάσανε κατά τις Κισαμίτικες μπάντες.
   ΔΗΜ. ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΓΟΣ (καθήμενος). Κάτσε μπρέ Μαρκουλή, πως τα καταλαβαίνεις, πεινάς; Εμένα αμαρτία ξεμολοημένη παίζει η κοιλιά μου λυροκόπι και θα παραχαυτώ (βγάζει το σακούλι). Μαρκουλή βγάλε τα σύνεργα πού βαστώ και την αγαπητικιά σου τη φλάσκα. Έχει μαρουβά Κισαμίτικο που του λιγώνεσαι.
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. Αγαπώ το ο μαύρος, αφέντη Δημήτρη μου, σαν και τσι καλόγερους. Πώς το λένε αυτοί περί γραμμάτου. Και σκήνος... οίνος... παντέξερη κεφαλή δεν κόβεις... ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου. Μα γώ ατζάνε μου το κατέω αλλιώς. Το καημένο το κρασί... τη καρδιά μου την-ε σει... Στην υγειά σου αφέντη (πίνει από την φλάσκα. Σταματά σφουγγίζοντας με τη ξανάστροφη της παλάμης τα μουστάκια). Ά... χαράς την κουτσούρα πού βγήκες. Μπρέ καλά το λέει ή παροιμία...
    Κίσαμο με τ’ αμπέλια σου
    και με τσί κοπελιές σου
    πώς μας-ε κάνεις πελελούς
    είντα νε οι δουλειές σου.
   ΔΗΜ. ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΓΟΣ. Μπρέ άφες τσί παραξενιές και τα γέλια, Μαρκουλή, και σιάξε το φαί. Φάε καημένε μεζέ και υστέρα πίνεις ούτε αγαπητικιά σου στην αλήθεια νάταν ή φλάσκα και τόσο-να έρωντα δε τσ’ είχες.
    ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. (Βγάζει από το σακούλι ψωμί, τυρί, βραστό κρέας και στρώνοντας το άδειο σακούλι τ’ αραδιάζει επάνω). Μα δέ το κατέεις, αφέντη, πως εμένα αγαπητικιά μου είναι η φλάσκα. Η μια φλάσκα αγαπά την άλλη φλάσκα (κτυπά στη φλάσκα του κρασιού κι ύστερα χαρακτηριστικά στην κεφαλή του). Μόνο τις περισσότερες φορές γίνονται άδειες φλάσκες (κι οι δυο γελούν και καθίζει ο Μαρκουλής δίπλα στο Δημήτρη. Αρχίζουν να τρώνε με όρεξη.)
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Μπρε Μαρκουλή σε ρώτηξα για τό Νικολή πρωτύτερα, ξέχασα όμως να σου πω ιτώς η Μαρία η ξαδέρφη μου μούκανε χίλια παρακάλια ναρθεί με το λυράκι του να παίξει  και να τραγουδίξει όταν θα βγάζουν τ’ Αη Γιαννιου τσοί κληδώνους. Να του κάμεις μαντάτο χωρίς άλλο νάρθη. Οι καημένες οι κοπελλιές θέλουν να δουν την μοίρα των.
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ... αφέντη αυτόνε το ριζικό των και πάσα νιους όταν είναι νιός κι έρθει η ώραν του όπως καλή ώρα το γροικά και του λόγου σου.. Μου φαίνεται πώς είναι καιρός ήρθ’ ή ώρα σου.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ε.. Δε λέω Μαρκουλή μα...
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. Μα και ξεμά... δεν έχει... Είναι καιρός σ’ αφέντη. Ζύγιασε τη γνώση σου. Ρώτηξε την καρδιά σου και κάμε τό σταυρό σου. Θέλουμε κι εμείς να χαρούμε στη χαρά σου.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Η καρδιά κάτι λέει από καιρό και πρέπει να την ανοίξω σε σένα Μαρκουλή ή μα δε ξέρω οι γονιοί μου, ο γέρος μου...
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. Στ’ όνομα τού Θεού λέγε τόνομα αφέντη.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Η Κρυσταλλένιο του Κατρέ.
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. Το κοψ’ η κόκα μου πριν το πεις... αφέντη άστρο του τόπου μας η ομορφιά τζη.. Καύχημα τσή γενιάς τση η γνωστικάδα και η ταπεινοσύνη τζη. Μονάχα δε σέρνει άπ’ αρχοντιλίκι το βιός. Φτωχιά στα έχει μ’ αρχόντισσα στη καρδιά και στην ομορφιά.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ε... Μαρκουλή... Μαρκουλή... Αυτός ειν’ ο πλούτος και το βιός.. Η ψυχή, η καρδιά, τα άλλα εδώ θα τ’ αφήσωμε.
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. Μα γι’ αυτό είσαι δυο φορές αφέντης. Γιατί ή καρδιά σου πετά στη αλήθεια. Κάμε το σταυρό σου αφέντη. Κι’ αν είναι για το γέρο δικός μου λογαριασμός... εγώ ξέρω πώς θα τα φέρω. Κι είμαι σίγουρος πώς δε θα τον γνοιάσει καθόλου.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Μα κι εγώ σίγουρος είμαι πώς θα τα καταφέρης γιατί είσαι μάνα. Έχεις την άδεια μου, Μαρκουλή να κουβεντιάσης με το γέρο κι ο Θεός να τα φέρει δεξιά.
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. (Σηκώνοντας τη φλάσκα). Στη υγειά σου αφέντη Δημήτρη και γρήγορα ό Θεός να δώσει να σε δω με το στεφάνι. Χρυσή νε η μοίρα σου.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Σ’ ευχαριστώ Μαρκουλή μου χίλιες φορές και στο παιδιώ σου χρυσή νάν’ η μοίρα των. Μα πες μου μπορούμε οι σκλάβοι οι δούλοι να λογαριάζωμε χρυσή μοίρα;
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. (αντικόβοντάς τον και κοιτάζοντάς τον περίεργα) Γιάντα αφέντη;
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Γιατ’ είμαστε σκλάβοι. Κι οι Ρωμιοί σκλάβοι κάτω από των σκυλοβενετών τη ζέβγλα πρέπει ναναι ζα. Ζα άβουλα χωρίς νεύρα. Με καταφρονεμένη γλώσσα. Με ρεζιλεμένη Εκκλησία. Το είναι μας το στραγγαλίζουν οι τύραννοι με αβάστακτους φόρους. Μάς βρίσκουν χίλιες αφορμές οι σολτάτοι τους όταν δουν ότι έχομε όμορφες γυναίκες κι αδερφές. Για τα μπορέσουν ν’ απλώσουν πάνω τα μαγαρισμένα χέρια των, κι όταν σε πνίγει το δίκιο και μιλήσεις χάθηκες...  Επαναστάτης... Αντάρτης... ληστής... Οι ληστές, άκου Μαρκουλή να σε λένε ληστή.
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. Σαν να πούμε τζάνε μ’ αφέντη πώς οι λύκοι βάνανε αρνίσιες προβιές και περνάνε για κουραδάρικα αρνιά.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Θεριά και λύκοι το ίδιο κάνει.. Βδέλλες πού κόλλησαν απάνω στα κορμιά μας για να μας ρουφήξουν και τη τελευταία σταλιά της ζωής.
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. (Σκεφτικός και βλοσυρός). Αλήθεια... Παίζουνε με τη ζωή με τη τιμή μας.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Κάτι χειρότερο. Μάς ρεζιλεύουνε πρώτα και μάς πεζογελούν πετώντας σαν όχεντρες φαρμακερά λόγια ύστερα. Χίλιες φορές θα τ’ ακόυσες πώς είμαστε λέει βιλάνοι.. Οι σκυλογραικοί, οί βάσμουλοι και κείνοι είναι νοτάρηδες, καλαμαράδες κι έχουν τ’ αρχοντηλίκι κληρονομιά του Θεού Ποιοι;  Οι γεννημένοι βάρβαροι... κλέφτες και φονιάδες.
(Μικρά σιωπή)
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. Μα επαέ πάνω κοτούν νά πατήσουν; Να Αφέντη. (Κινεί το χέρι χαρακτηριστικώς). Δεν τούς βαστά τους σκυλοφράγγους γιατί επαέ είναι μαδάρες που φωλεύουν αετοί.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Τι βγήκε καημένε Μαρκουλή αφού ρημάζουνε τα δυστυχισμένα τ’ αδέρφια μας τους Καμπίτες. Για το παραμικρό τούς γδύνουνε. Τους βουτούν στα κάτεργα.. Τους σακατεύουνε στα τύραννα στις φυλακιές, στην εξορία... Τους αγγαρεύουνε σαν μπιγκαζιώτες χαλικούτηδες  να των χτίζουν κάστρα για να σιγουρέρνουν την τυραννία πάνω μας για πάντα...
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ (Μ’ απορία) Για πάντα; Έτσι τόπε ο Θεός;
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ  Για πάντα;.. Όχι δεν πιστεύω Μαρκουλή να τόπε ό Θεός... Γιατί θέλει τον άνθρωπο ελεύθερο και δημιουργό όπως είναι και Κείνος. Κι ο νους τ’ ανθρώπου πούναι τ’ αχνάρι του Θεού μονάχα στον αέρα της λευτεριάς συνταιριάζει τις ιδέες και χτίζει τους Νόμους πού κυβερνούνε ανθρώπους ομάδι με ανθρώπους σε κοινωνία ταιριασμένη κι αψεγάδιαστη.
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. Κι ό Θεός αργεί μα δε λησμονεί.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Βέβαια δε θα λησμονήσει. Μια μέρα θα οργισθεί και θ’ ανάψει φωτιά στην ψυχή και στο νου μας. Θα σηκώσει φουρτίνα πού θα χοχλακίσει τα στήθια μας... Και τότε;.,.
   ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ Τότε;
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε.. Τότε: (εμφαντικά με οργή δείχνοντας τα χέρια του). Τότε αυτά τα χέρια θα ατσαλώσουν να ξεπαστρέψουν -τύραννους, δεσπότες, να γκρεμίσουν φυλακές και κάστρα, να ρημάξουν πύργους και βίγλες πού ζώνουν σκλάβα τα κορμιά μας και κάνουν βαρύ και νωθρό το αίστημα και το νου μας.
    ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. Και πότε θάρθει αυτή η ώρα αφέντη;
    ΔΗΜΗΤΡΗΣ  Θάρθει μονάχη της... Θα την φέρουν οι ίδιοι με τις αδικίες και τα τύραννά των. Όταν καθένας μας ζητήσει τον θάνατο σύντροφο και τον νομίσει μια καλλίτερη κατάντια από τη σημερινή ζωή... Τότε... ή ώρα τού ξεσηκωμού σήμανε.
    ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. Άμποτε να δώσει ο Θεός αφέντη... Κι ο Μαρκουλής ξέρει να βλέπει αρνιά.. Μα και να φουρκίζει λύκους.
    ΔΗΜΗΤΡΗΣ. (Σηκώνοντας τη φλάσκα τού κρασιού). Στην υγειά σου Μαρκουλή και γρήγορα να τη πέψη ο Θεός αυτή την ώρα.
    ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ. (Παίρνοντας τη φλάσκα). Στην υγειά σου αφέντη κι από το στόμα σου στου Θεού τ’ αυτί.
                                              (Αυλαία)
                                  Τέλος της πρώτης Πράξεως.
     
                                          " ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
    Με το ξεσήκωμα της Αυλαίας φανερώνεται το εσωτερικό χωρικού σπιτιού της Κρήτης. Μια κασέλα, ένας αργαλειός στο βάθος. Μια τέμπλα με κρεμασμένες μπατανίες. Στη μέση τού σπιτιού φαίνεται ένα ωραιότατο χωρικό κορίτσι της Κρήτης. Βαστά στο χέρι του ένα μήλο και το σημαδεύει με γαρύφαλλα).
                                                   ΣΚΗΝΗ Α'
ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ: 
Μήλο μου, χρυσομήλο μου, μοσκόβολε καρπέ μου. 
Σέ μόσχεψα στον κόρφο μου στο χτύπο της καρδιάς μου. 
Κι ο χτύπος της καρδούλας μου σου’ πε το μυστικό μου 
πούνε βαθύ κι ανείπωτο εις εδικούς και ξένους.
Τα χείλη δεν τ’ ομολογούν κι η ίδια το φοβούμαι.
Σαν το σκεφτώ μου φαίνεται παίρνω γκρεμνό χυτάρα.
Δε βρίσκω δρόμο για να βγω σ’ ένα καθάριο τόπο.
Αγκάθια με ματώνουνε και βάτοι με κυκλώνουν.
Του κάκου αγωνίζομαι άδικα ξεριζώνω.
Γίνηκ’ η σκέψη μ’ αλαφρή σαν κάτασπρο καράβι
και το λαλεί γλυκύτατο θαλασσινό αγέρι.
Μ’ αλίμονό μου ερημιά στη μέση του πελάγου.
Φουρτουνισμέν’ η θάλασσα και αστραπές με ζώνουν.
Και που να δώσω να σωθώ η γ-ίδια δεν κατέω
Σε ποιο θα πω τον πόνο μου την ταραχή του νου μου;
Μήλο μου, χρυσομήλο, μου γι αυτό σε σημαδεύω.
Μίλησε σήμερο να πεις ποιο δρόμο θα τραβήξω...
Για να γλυτώσω πες μου ναι αν πρέπει να ελπίζω...
Ή πρέπει μαύρα να ντυθώ... να μπω σε μοναστήρι.
(ακούεται απ’ έξω αργυρόηχη γυναικεία φωνή...) Κρυσταλλένια... 
- Επαέ σε; (Η Κρυσταλλένια κρύβοντας προς στιγμήν το μήλο στα στήθη της). 
- Εσύ Μαρία; Έλα.
ΜΑΡΙΑ (Μπαίνει μέσα πρόσχαρη και πάει ίσα στην Κρυσταλλένια αγκαλιάζονται την στοργικά). Γλυκειά μου φιλενάδα, aδελφούλα μου, πώς αναζητώ την συντροφιά σου (την φιλεί). Μετά από τούς γονιούς μου, τα αδέλφια μου δεν έχω άλλον στην καρδιά μου από σένα.
Μου το λένε κι οι ίδιοι. Σε καλό σου νάναι αυτή ή αγάπη. Δεν κάνεις ώρα χώρια της. Και το λένε αλήθεια μα σ’ αυτό φταις εσύ και ό Θεός, πού σ’ έπλασε νάχεις τέτοια καλοσύνη, τόσο μάλαμα στην καρδιά.
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Από καλοσύνη σου Μαρία μου... μα δεν αξίζω τόσο, τα παραλές...
   ΜΑΡΙΑ Καθόλου... Είσαι άξια να μαγέψεις όλο τον κόσμο γιατί είσαι βασιλοπούλα της ομορφιάς και της καλωσύνης (την ξαναφιλεί) και γι’ αυτό δεν θα αφήσω με της Μεγαλόχαρης τη βοήθεια παρά να σε πάρει εκείνος πού θέλω... για να σε κάμω πιότερο αδελφή μου. Σήμερα σου μελέτησα μες τους κληδώνους το δικό σου μήλο. Εσύ μελέτησες;
    ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (Με ταραχή σκύβοντας το κεφάλι και βλέποντας κατά γης)• Μαρία μου κατέεις πώς ούτε εγώ δεν έχω καλύτερη αδελφή από σένα. Γνωρίζω πώς ότι μιλούν τα χείλη σου το λέει πρώτα ή καρδιά σου... Μα...
    ΜΑΡΙΑ Τί αδελφούλα μου ;
    ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ. Μη με ρίχνεις σε έγνιες πού δεν πρέπει... Μη μου φέρνεις αθιβολές πού δεν ταιριάζουν. Η γυναίκα η ανύπαντρη είναι το λουλούδι των γονιών, των αδελφών, της σειράς. Εκείνοι ορίζουν, εκείνοι  προστάζουν. Πάνω σε μας στέκεται η τιμή και το σέβας του σπιτιού. Κι’ όταν μιλεί η τιμή, η υπόληψη του σπιτιού... η καρδιά... τα άλλα...
   ΜΑΡΙΑ Έ ... η καρδιά.
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (Με ταραχή και πείσμα πόνου). Η καρδιά.. Άφησε την κουβέντα αυτή Μαρία μου. Αλήθεια ξεχάσαμε. Πότε θα βάλουν τούς κληδώνους;  Απομεσήμερο; Στο ίδιο μέρος όπου και πέρυσι; Στην καρυδιά του Σόχωρου του Μπάρμπα Γιώργη;
   ΜΑΡΙΑ Ναι... Και σε περιμένουν όλες οι κοπέλες να έρθεις και συ να μελετήσεις την μοίρα σου. Μα και χωρίς αυτό θα παίξει λύρα το βοσκαρούδικο του μπάρμπα μου του Μανώλη και θα τραγουδήξουμε και θα χορέψουμε. Έλα πάμε.
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ. Μαρία μου, δεν ξέρω γιάντα φοβούμαι και σκέφτουμαι να μην έρθω. Σα να με τραβά πράμα και μου λέει μείνε στο σπίτι σου.
   ΜΑΡΙΑ. Φοβιτσιάρα, γιάντα φοβάσαι; Δεν ξέρεις ότι έχεις δίπλα σου κοπελιά των Ψαρομηλίγγων πού θα μοιρασθεί και χαρά και κίνδυνο μαζί σου;  Έλα κάθε εμπόδιο για καλό. Πάμε... Ο Αη Γιάννης βοηθός.
                                     (Πέφτει, η αυλαία για την αλλαγή σκηνής).

                                                  ΣΚΗΝΗ Β'
    (Η σκηνή παριστάνει σόχωρο σιαδωμένο και στη μέση ένα μεγάλο δένδρο καρυδιάς. Κάτω από τον ίσκιο της ολόγυρα κάθονται κοπέλες του χωριού. Πιο πέρα στην άκρη φαίνονται νιοί. Στην άλλη άκρη της σκηνής κάθεται ό λυράρης και στη μέση πάνω σε μια ίσια πέτρα σκεπασμένη με μερτιές φαίνεται η λαήνα των κληδώνων σκεπασμένη με άσπρη καθαρή πετσέτα. Πάνω στα χέρια της λαήνας φαίνεται ακουμπισμένο ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί και δίπλα κάθεται ένα κοριτσάκι κρατώντας το χερούλι της λαήνας. Στο σήκωμα της αυλαίας όλοι μαζί τραγουδούν στο γνωστό ύφος τού τραγουδιού των κληδώνων).
                                            Στροφές
            ’Ανοίξατε τον κλήδωνα στ’ Αη Γιαννιού τη χάρη
             Κι όποιος είναι καλορίζικος κι όποιος είν΄ ριζικάρης.
             Μοίρα μου φέρε μάλαμα να μάς μαλαματώσεις
             και τα καλά τού ουρανού σε πάσα νιούς νά δώσεις
             Μίλησ’ αμίλητο νερό καρδιές για να δροσίσεις
             παλάτια τύχης χαρωπής με μαστοριά να χτίσεις.
             Μοίρα σε Αστραπή τροχού, να το όνειρο τσή ζήσης
             δώσε μας γλύκα και χαρά τ’ Ανάβρυσμα μη κλείσεις
             Και μη μάς ρίξεις στα βαθειά σε βουρκωμένους τόπους
             πού τρώνε λάμνες και θεριά οι πίκρες τούς Ανθρώπους.
             Χρυσό νάναι τ’ Αρδάκτι σου, κλώσε χρυσό το φάδι
             κι ή νιότη θάν’ υφάντρα σου, πού πολεμά τον Άδη.
(Ακούονται φωνές. «Κάμε Σταύρο Ερινάκη και σύρε.» μικρή σταυρώνει τρεις φορές με το κλειδί τα χέρια της λαήνας σηκώνει το σκέπασμα  και βουτά το ανασκουμπωμένο χέρι της μέσα ενώ ό λυράρης παίζει τραγουδώντας:)
                                           Στροφές
            Πρώτος είσαι εις τ’ άρματα στη λεβεντιά στη νιότη
            δυο μαύρα μάτια σκλάβωσες με τη ματιά τη πρώτη
            Kι όπως ό ήλιος με το φως Αχώριστο πραμ ’ναι
            έτσι οι καρδιές σας δέθηκαν, άγιοι τσοι βλογάνε.
(Άκούονται φωνές. «Σύρε το μήλο Ερηνάκι.» Η μικρή σέρνει το μήλο και το δείχνει σ’ όλους. Ακούονται φωνές «Τον αφέντη Δημήτρη μας. Για χαρά για χαρά. Ταιριαστό πράγμα οι μαντινάδες. Ταιριαστό». Ο λυράρης παίζει τραγουδώντας)
                                     Στροφή Δευτέρα
             Θέλεις δε θέλεις σ’ άρπαξε σεισμός πολέμου ζάλη,
             και ή καρδιά σου σπαρταρά φοβάσαι αγάλι-Αγάλι...
             Πέρδικα μαυρομάτα μου σ’ αητού χρυσές φτερούγες
             αγκαλιασμένη βρίσκεσαι γλεντούν χωριά και ρούγες...
(Πάλι ακούονται φωνές. «Σύρε το μήλο, σύρε το μήλο». Η μικρή σέρνει το μήλο και το δείχνει σε όλους. Ακούονται φωνές «Τσή Κρυσταλλένιας»., (Μ’ ενθουσιασμό) Για χαρά για χαρά.. Πιο ταιριασμένο πράγμα δεν μπορεί να γενεί.. (Στο μεταξύ ο Δημήτρης Ψαρομήλιγγος ταράσσεται και χαμηλοβλέπει μα πιο πολύ με αμηχανία και αγωνία ρίχνει τα μάτια κάτω η Κρυσταλλένια και έτοιμη να πέσει ψιθυρίζει 
-Αταίριαστα και άπρεπα πράματα λένε οι μαντινάδες σας Νικολή.
Ο λυράρης παίζει τραγουδώντα).
                                           Στροφή Τρίτη
            Αφράτη και παχούλο μου τα δροσερά σου κάλλη
            περιφανεύεσαι και λες στον κόσμο δεν είν’ άλλη
            Σαν έρθ’ η ώρα του γαμπρού λες μωρέ και βοσκάκι
            να βόσκει στείρα κι έγκαλα να παίζει και λυράκι.
 (Ο Χορός: Σύρε τό μήλο Ερηνάκι. Η μικρή σέρνει το μήλο. Ακούονται φωνές... Τσή Κατερίνης.,. (Με γέλια)
Βοσκάκι και λυράκι. Μωρέ ετσά τα ταίριασες Νικολή ετσά; 
Ο λυράρης παίζει.
                                      Στροφή Τέταρτη
            Ούλοι σε λένε φατσαλή μα συ σαι στραβομούρης
            και μη σελώνεις άδικα αφού σαι και καμπούρης
            Και σαν εδής τσή κοπελλιάς τ’ ανάβλεμμα το πλάνο
            τρέχουν τα μάτια μονομιάς φουσκώνεις σαν το διάνο
(Η μικρή σέρνει το μήλο.... Του λυραντζή του Νικολή το μήλο... όλοι ξεσπούν στα γέλια κι ακούονται φωνές)
Μωρέ καλά την εκατάφερες... Τ’ απατού σου καμπούρη..,. Χα... χα... χα,.. χα... Καμπούρη τραομούρη.. 
(Ο λυράρης άπαντά). 
-Εσείς είσαστε φουρότραοι (απευθύνεται στη συντροφιά).
                                     Στροφή Πέμπτη
            Άσπρη σα χιόνι του βουνου στα μάγουλά σου βιόλες
            στα χαμοσυντηρίσματα έχεις ματιές μαργιόλες.
(Η μικρή δείχνοντας το μήλο τσή Χρυσής (φωνές)  Μπράβο... Μπράβο... πετυχεμένη..)
                                       Στροφή Έκτη
           Το κοντυλένιο χέρι σου το γαιτανόφρυδο σου
           αίμα στάζει τα χείλη σου κρίνα ’ναι στο λαιμό σου
 (Η μικρή δείχνοντας το μήλο της Φιλένιας (φωνές) Μπράβο,.
                                     Στροφή Έβδομη
           Σεισοκουνιέσαι και γελάς, γελάς και χαχαρίζεις
           και λες και παρατσάφαρα για το γαμπρό πασκίζεις.
        (Η μικρή δείχνοντας το μήλο τσή Στεφανίτσας. (Όλοι γελούν με θόρυβο). Η Στεφανίτσα θυμώνει και απευθυνόμενη στο λυράρη.
                   «Τον κακό σου τον καιρό».)
                                      Στροφή Όγδοη
           Μη με μαλώνεις Στεφανία έπρεπε να σωπάσω
           μ’ αφού ’σαι γρά μπρε κοπελιά θα σου το πω κι ας σκάσω.
(Η μικρή δείχνοντας το μήλο). Τσή Καλλιόπης! Όλοι γελούν βλέποντας την Καλλιόπη, τη γεροντοκόρη του χωρίου, που θυμωμένη και με μορφασμούς, φοβερίζει το Νικολή λέγοντας: Το κακό και ψυχρό σου, ζωντόβολο.)
(Οι νιοι φωνάζουν στο Νικολή). Γύρισε στον πεντοζάλη Νικολή να χορέψωμε κι ύστερα αποβγάνουν τους κλειδώνους. Πιάνονται οι  νιοί και οι κοπέλλες χωριστά καί χορεύουν τον πεντοζάλη τραγουδώντας μαντινάδες Κρητικές ενώ η αυλαία πέφτει για τήν αλλαγή Σκηνής.
                           
                                                    ΣΚΗΝΗ Γ'
    (Με το σήκωμα της αυλαίας φαίνεται στο βάθος το χωριό. Η Κρυσταλλένια κι η Μαρία συνομιλούν).
  ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (με ταραχή κι αμηχανία). Τόξερα κι έπρεπε να μην έρθω. Η καρδιά μου μούλεγε... Κρυσταλλένια μην πάεις. Κάτι κακό σε περιμένει και να ο περίγελος το σούσουρο ολόγυρά μου. Α’ Μαρία μου γιατί με παρακίνησες νάρθω;
  ΜΑΡΙΑ Μα γιάντα Κρυσταλλένια μου, ειντα κακό έκαμες; είντα σούσουρο είδες; Για δύο μαντινάδες του κλήδωνα που τόφερεν η καλή ώρα να πουν ό,τι ταιριάζει; Είναι αυτό αμαρτία; κακό;
  ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Και το λέεις ακόμα. Μα δεν με κατάλαβες ότι έχασα τον κόσμο; Ότι μου φάνηκε πώς έπεσε γκρεμνός απάνω μου; Πως με βλέπανε ούλα τα μάτια; Πώς γελούσανε κι πέτρες για όνομίς μου. "Αχ γιατί, γιατί;     
 ΜΑΡΙΑ Μα μη κάνεις ετσά καλή μου. Οι άνθρωποι τα μιλούνε ο Θεός τα ταιριάζει και τα βλογά.. Εσύ ταιριάζεις με το Δημήτρη. Και το θωρούν
το αισθάνουνται ούλοι και σάς λένε ταιριασμένους. Οι καρδιές και των δύο σας το ίδιο μολογούν κι ας λένε τα χείλη σας πώς δε γνωρίζουν πράμα...
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Αν λες πώς μ’ αγαπάς Μαρία πάψε... Σου τόπα και πρωτύτερα δεν είναι σωστό να λέεις πράματα άπρεπα. Όπως σου ξανάπα είμαστε το στολίδι τσή σειράς και του σπιτιού. Και για πράματα που μόνο οι γονιοί και τ’ αδέρφια προστάζουν εμείς δέ μπορούμε νάχουμε γνώμη. Αχ τι έπαθα.. Πώς θα ξαναδώ το σπίτι μου.... τον κόσμο...
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ (Παραμερίζοντας μια δάφνη στυλώνεται μπροστά των αγέρωχος και υπερήφανος). 
Άκουσε Κρυσταλλένια. Μη δειλιάσεις και μη φοβηθείς. Σου μιλεί αυτή τη στιγμή ένας τίμιος Ψαρομήλιγγος. Ό,τι γίνηκε σήμερο γίνηκε μονάχο του χωρίς να το θέλει κανείς. Ο Θεός, η καρδιά μου, ο κόσμος μας βρίσκουν ταιριασμένους. Εσένα η καρδιά σου τι λέει δεν ξέρω. Τα μάτια σου όμως χωρίς να το θέλεις κάτι μου μαρτυρήσανε. Κι αυτό με παρακίνησε νάρθω να σου πω παστρικά και καθαρά όπως συνηθίζω. Πως με του Θεού το δρόμο θα σε ζητήξω από τούς δικούς σου, σύντροφο της χαράς και του πόνου μου. Οι νόμοι του κόσμου λένε πώς σήμανε η ώρα μας να δώσουμε τα χέρια για το μεγάλο ταξίδι της ζωής. Από τα βάθη της ψυχής μου υψώνω μια ευκή στο Θεό, να μη σε αρνηθούνε οι γονιοί σου σε μένα. Γιατί αν αρνηθούν... Θάχει μια μεγάλη σημασία αυτό και για τη ζωή σου και για τη ζωή μου. Γι αυτό διώξε κάθε στενοχώρια από τη καρδιά σου και μην αφήνεις τα όμορφα μάτια σου να γεμίζουν δάκρυα.
Το πράμα αύριο, το πολύ μεθαύριο θα πάρει τέλος. Κι ο κόσμος δε θα βρει καιρό να πει κουβέντα. Κάμε δέηση στο Θεό να βρεθούν σύμφωνοι οι γονιοί σου σ’ ό,τι προστάζει ή καρδιά μας. Γιατί αλλιώς ας μη ξεχνούν πως είμαι Ψαρομήλιγγος. Γεια σας.
 ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (Προς στιγμή άλαλη παράλυτη συλλογισμένη. Πέφτει στης Μαρίας το λαιμό την αγκαλιάζει και με δέος και ικεσία). 
Μαρία μου σώσε με... σώσε με Μαρία μου...
                                                Αυλαία.
                                          ΠΡΑΞΙΣ ΤΡΙΤΗ
                                              ΣΚΗΝΗ Α'
    (H Σκηνή παριστάνει το γάμο εις το αρχοντικό των Ψαρομήλιγγων, του Δημήτρη και της Κρυσταλλένιας. Προϋποτίθεται ότι το μυστήριο του γάμου έχει τελειώσει και ότι οι καλεσμένοι ευωχούνται στις τάβλες κατά την Κρητική συνήθεια. Γι αυτό από το βάθος της Σκηνής ακούονται της τάβλας τα τραγούδια, τσουγκρίσματα ποτηριών επιφωνήματα χαράς και ενθουσιασμού όπως «στην υγειά του αρχοντόπουλου Ψαρομήλιγγου» να μας ζήσει το ταιριασμένο ζευγάρι των άστρων μας. Να γεράσουν να δουν εγγόνια και τρισέγγονα».
   Στη σκηνή απάνω γύρω από τάβλα στρωμένη φαίνονται ολόγυρα να συντρώγουν αντιπρόσωποι των Ριζαρχών της Κρήτης. Ενας απ' αυτούς σηκώνεται και παίρνει το ποτήρι και απευθύνεται στον πατέρα Ψαρομήλιγγο.
   ΣΚΟΡΔΥΛΗΣ. Γέρο, Ψαρομήλιγγε, ουλοι οι Ριζάρχες κι Αρχοντόπουλοι της Κρήτης χαίρονται βαθύκαρδα στη μεγαλύτερη χαρά της ζωής σου, στου γονιού σου τη χαρά. Ευχόμαστε όλοι στο Θεό να ζήσουν να γεράσουν και να δουν παιδιά των παιδιών των. Μα αν τον πήρε σύντροφο της ζωής τη, η όμορφη και τιμημένη παρθένα δεν θέλουμε να τον χάσει και η δυστυχισμένη πατρίδα μας. Αητός και καπλάνι των βουνών της Κρήτης πρέπει να μείνει αλύγιστος μαζί μας στον ακούραστο κι ατέλειωτον αγώνα μας ωσότου να δούμε το ζηλεμένο αυτό νησί ξεσκλαβωμένο να το λούζει ο ήλιος της λευτεριάς. Το πιστεύω αυτό βαθειά και πίνω μαζί με όλη τη συντροφιά στην υγεία και ευτυχία του. (Όλοι μαζί σιμώνονται και χτυπούν τα ποτήρια των. Στην υγειά των... να ζήσουν...)
   ΓΕΡΟ ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΓΟΣ. (Σηκώνοντας το ποτήρι). 
Αδέρφια της γενιάς μου, Σκορδύλαι, Καντανολέοι, Πάτεροι, αδερφοχτοί ευγενικοί αρχοντόπουλοι και Ριζάρχες... Καλλέργηδες, Μουσούροι, Βαρούχησες, Καψοκάλυβοι, Μελισσινοί. Σας ευχαριστώ για τη μεγάλη τιμή πού μου κάνατε στη μεγάλη χαρά του παιδιού μου, στου γιού μου
τη χαρά. Ο Θεός και η δική μου ευχή ας τους ευτυχήσει. Έχω όμως και απαρασάλευτη τη πίστη το πως του γιου μου η γνώμη σαν γνήσιου Ψαρομήλιγγου θα μείνει πάντα πιστή στην πατρίδα. Ούτε γυναίκα ούτε παιδιά, ούτε γονιοί, ούτε τίποτα στον κόσμο θα σταθούν ικανά να του σαλέψουν την πύρινη αυτή πίστη. Αδέρφια μου ο γιος μου είναι δικός σας, της πατρίδας υπηρέτης, όπως και σεις ταπεινός. 
Μα δε φτάνει αυτό μόνο.
Xρειάζεται να χύσετε φωτιά στο αίμα όλης της γενιάς για ν’ ανάψει η φλόγα της εκδίκησης. Η ώρα φαίνεται πώς σημαίνει. Πίνω στην υγεία σας και ο Θεός να τη φέρει μια ώρα πιο γρηγορότερα (όλοι μαζί) ο Θεός να τη φέρει ο Θεό"... 
(Κάθονται κι ένας από τούς καλεσμένους τραγουδά το παρακάτω τραγούδι που επαναλαμβάνουν οι άλλοι της συντροφιάς).
        Παιδιά κι ίντα γενήκανε τσή Κρήτης οι γι αντρειωμένοι
        μουδέ στη μέση φαίνουνται μουδέ στα αναμεσάδες
        Θε μου μην ήρθε λοιμικό καί ρήμαξε τσί ρούγες
        κι έκαμε πέρδικες τσ’ αηδούς, λαγούς τα λεοντάρια.
        Άντρες περήφανης γενιάς ξυπνήστε άντρειωμένοι
        δώσετε σείσμα του ουρανού να βγάλ' αστροπελέκι
        γενείτε τσή βροντής παιδιά και τσ’ αστραπής εγγόνια
        βάλτε τα στήθεια σας μπροστά άτρομοι, μη δειλιάτε
        κινήσετε μέ μιά βουή σαν του πελάγ,ου μπόρα
        ρίξετε κάστρα, φυλακιές, πύργους κι άπανωπύργια
        και πνίξετε τον άτιμο της Βενετίας το δράκο.
        (όλοι μετά μπαίνουν παραδομένοι σε θλιβερές σκέψεις).
  ΚΑΛΕΡΓΗΣ (Όρθιες με το ποτήρι στο χέρι) 
 Αδέρφια μου, νοιώθω πώς το νόημα του τραγουδιού βαριά άπλωσε τη θλίψη στην καρδιά σας. Μα βαρύτερο κι αβάσταχτο το ποδάρι του
 αιματωμένου δράκου πού πατεί το στήθος του δύσμοιρου τόπου μας.
  ΟΛΗ Η ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ Βαρύ κι αβάσταχτο. .
  ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ. Όλοι σας βλέπετε τού απάνθρωπου και αιμοβόρικου αυτού θεριού τα άτιμα έργα. Στραγγίζει τον ίδρωτα μας, πίνει το αίμα μας, ρημάζει τα έχει μας.
  ΕΝΑΣ. Μας έριξε όλους, στους δρόμους φτωχούς και πεινασμένους. .
  ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ. Ακόμα μας αγγάρεψε σκλάβους αλευτέρωτους να του χτίζουμε λιμάνια λότζες, φλακές και κάστρα της ιδικής μας σκλαβιάς.
  ΕΝΑΣ Μας σφίγγει πιο πολύ τις αλυσίδες τα κορμιά μας.
  ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ. Παίρνοντας τα παιδιά μας με τα σιδερένια νεύρα και το παρθενικό κορμί και με το βούρδουλα τα ρίχνουν στα κάτεργα και τις γαλέρες των να τραβούν χωρίς ανάσα και μ’ ένα ξεροκόματο κουπί ολοένα κι έπειτα από κάμποσο καιρό ή μας τα στέλνουν πίσω πεσκέσι σκέλεθρα με το βερέμι σύντροφο ή γελώντας ταΐζουν με τα κορμιά των τα σκυλόψαρα των ιταλιάνικων νερών.
  ΕΝΑΣ Θέλουν να ξεκάμουν την γενιά μας.
  ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ. Δεν αφήκαν Όσιο και Ιερό που να μη θέλουν να το μολύνουν και να το ρεζιλέψουν καταργούν και πομπεύουν τους αντιπροσώπους της θρησκείας μας, ξεπορνεύουν τις γυναίκες των φτωχών αδερφών μας, μας αρνούνται κάθε υπόσταση ανθρώπου και αίστημα τιμημένης ζωής.
  ΕΝΑΣ  Ανώφελη... και μαύρη ζωή.
  ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ Χίλιες φορές ανώφελη και θάμαστε ανάξιοι και άτιμοι γόνοι των περήφανων προγόνων μας αν δε παλαίψωμε μέχρι θανάτου ως την τελευταία μας πνοή για να δείξωμε στον κόσμο πώς η Κρήτη αν είναι σκλάβα έχει αίστημα, εγώ, και ελεύτερο το φρόνημα.
  ΦΩΝΕΣ ΟΛΩΝ Χίλιες φορές ο θάνατος παρά τέτοια ζωή... Χίλιες φορές ο θάνατος παρά τέτοια ζωή...
  ΚΑΛΕΡΓΗΣ Πίνω στην αποψινή χαρά και ευτυχία του ξεχωριστού αδερφού μας. Πίνω στην ανάσταση του πατριωτισμού και της έτοιμης θυσίας για
την Κρήτη και την Ελλάδα που είδα απόψε να λάμπει στα μάτια σας. Ο Θεός ας μας ενώσει σε μια ψυχή κι ένα σώμα για τον αγώνα του ξεσηκωμού.
  ΦΩΝΕΣ Κάτω ο τύραννος, ο σκυλόφραγγος... Να ξεσηκωθούμε.. Να ξεσηκωθούμε... Κάτω, κάτω ο τύραννος.
  ΓΕΡΟ ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΓΟΣ Ύστερα απ’ αυτό τον πατριωτικό αναβρασμό που έλαμψε σαν ήλιος στο σπίτι μου θα σας διαβάσω και το γράμμα του αδελφού μου, του δεσπότη της Κισάμου πού λέει πολλά κι απροσδόκητα. Ακούσετε.
    «Από το χωριό Τοπόλια της Κισάμου.
    Αδερφέ μου αγαπημένε,
    Με μεγάλη χαρά έμαθα τους γάμους του αγαπημένου μας Δημήτρη με τη θυγατέρα του συγχωριανού μας Κατρέ. Παρ’ όλη τη λαχτάρα ναρθώ να ευλογήσω τους γάμους του αγαπημένου παιδιού μας είναι αδύνατον γιατί παρακολουθούμαι απαίσια από τους βρωμερούς Φράγγους. Γι αυτό στέλνω την ευχή μου και την ευλογία του Θεού, στην τιμημένη των ένωση. Μάθε όμως αγαπημένε  μου αδερφέ, ότι η επανάσταση κατά της αιματωμένης τυραννίας των Φράγγων ξέσπασε. Οι αδερφοί μας Λακιώτες και Σφακιανοί πήραν με απόφαση τα βουνά ή ν’ αναποδογυρίσουν την τυραννία ή να πεθάνουν. Είναι περιττόν να σου γράψω που είναι ή θέση σας. Χρήμα και όπλα τούς εαυτούς σας όλα πρέπει να τα θέσετε στης πατρίδας την εξυπηρέτηση. Προ πάντων από το παιδί μας το Δημήτρη η Πατρίδα περιμένει πολλά.
Πιστεύω ότι δεν θα της αρνηθεί καμιά θυσία έστω αν και αυτό είναι σκληρό για κείνον σήμερο. Αλλά ας σκεφθεί πώς πιο πάνω απ’ όλα είναι δυο πράγματα.. Ο Θεός και η Πατρίδα».
    ΔΗΜΗΤΡΗΣ (Μπαίνοντας μέσα και κρατώντας τη γυναίκα του από το χέρι).
Και πρώτα το Θεό και την πατρίδα. Πρώτοι εμείς με το αίμα μας θυσία, πιστεύουμε.
    ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Σα γυναίκα του Δημήτρη Ψαρομήλιγγου λέγω ότι πιο πάνω απ’ όλα είναι ο Θεός και η Πατρίδα.
    ΦΩΝΕΣ Μπράβο.. Άξιοι.. Να ζήσετε... Ζήτω ο Δεσπότης της Κισάμου. Ζήτω η Επανάσταση... Ζήτω οι Ψαρομήλιγγοι.
                                     Αυλαία (Για αλλαγή της σκηνής)
                                                
                                               ΣΚΗΝΗ Β'
    ΔΗΜΗΤΡΗΣ (Μονάχος και βαθιά συλλογισμένος). Και τώρα... να όνειρο γοργοφτέρουγο πώς σβήνει. Σαν άσπρο παραστρατησμένο περιστέρι που το συνεπήρε σκοτεινή και βαριά ανεμοζάλη ολοένα σέρνεσαι χωνεύεσαι μάταια ζητώντας μες στο μαύρο σκοτάδι να βρεις το δρόμο τού λυτρωμού. (Σταματά για λίγο κι έπειτα σα να ρωτά τον εαυτό του) Θα φύγω; πρέπει να φύγω; Τόσο γρήγορα; Γιατί Θεέ μου γιατί;
Άχ . Να.. Αιστάνομαι τη γέψη του γλυκύτερου κρασιού της ζωής που με κέρασε τώρα η αγάπη με τα παρθενικά χείλια της. Πάνω στην αιματωμένη ζεστή σφραγίδα των τρεμούλιαζε η πίστη κι η λαχτάρα της για μένα. Το κορμί μου ανατριχιάζει ακόμη από το δέσιμο των μαργαριταρένιων χεριών της. Και στο στήθος μου ακούω τούς χτύπους της καρδιάς της που σαν ασημένια καρδιά σήμανε δυνατά και γλυκά τον όρκο της αιώνιας λατρείας της. Μα..
(Ακούγεται μια φωνή απ’ έξω),
ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Δημήτρη μου...
ΔΗΜΗΤΡΗΣ  Ήλιε της ζωής μου, έλα,  Δώσε μου ακόμα κλεμμένες λιγοστές στιγμές της θείας λησμονιάς... Σε λίγο τραχιά βουνά... Αγκαθιασμένοι τόποι.. ο βρασμός του πολέμου.. Αίματα και ξεσκισμένες σάρκες... Φωνές αγωνίας και κλαψίματα. Οι σκληροί νόμοι της εκδίκησης του μίσους... Ο θάνατος.
 ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (Μπαίνοντας μέσα και πέφτοντας λαχανιασμένη στην αγκαλιά του! 
Δημήτρη μου! αχ νόμιζα πώς έφυγες. Είχα κοιμηθεί και νειρευόμουνα πως ήρθες στο κρεβάτι, έσκυψες και με φίλησες εκεί που κοιμόμουνα με φιλί αποχαιρετισμού. Ξύπνησα τρομαγμένη. Ή καρδιά μου... Νόμισα αχ σα να την έπιασε μια σιδερένια τανάγια. Και την έστριψε την ξερρίζωσε από τα στήθια. Πετάχτηκα από το κρεβάτι και ήρθα σαν πουλί σιμά σου.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Το πίστεψες;
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Ο φόβος, ο χωρισμός... Γιατί ως τώρα ξεγελλιώμουνα... Δε ένοιωθα.. Μα τώρα Θεέ μου... δεν ξέρω .. με πιάνει μια ζάλη, ο φόβος.. (χώνεται στην αγκαλιά του).
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Μα ξέχασες συ η γυναίκα του Ψαρομήλιγγου; Μα δεν ακούεις ακόμη, αγαπημένη μου, τις τιμημένες φωνές για τα όμορφα λόγια που
μίλησες προχθές στους αρχοντόπουλους και ριζάρχες;
   ΚΡΎΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (Βλέποντάς τον με ολόγλυκη αγωνία). Και συ αγαπημένε πες μου δεν έχει δικαίωμα η ψυχή ν' αγαπά; Κι η καρδιά να λαχταρά.. ό,τι είναι δικό της;
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Δεν λέω μα...
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Πες μου μπορεί ν’ αντισταθεί κανείς στο ποτάμι που τρέχει ορμητικά να ξεχυθεί στη θάλασσα;
Στην πεταλούδα να μη τρεμοπετά από λουλούδι σέ λουλούδι; Μπορεί να πει στ’ άστρα να σβήσουν και στον ήλιο να μην έχει φως;
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κανείς.
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (Σφιγγομένη πάνω του με δέος). Έ τότε πώς θέλεις να μην έχω αγωνία και σπαραγμό; αφού το ριζικό μου μαύρο αγωνίζεται ν' αντισταθεί στον ήλιο και τη θάλασσα της αγάπη μας;
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ (Παίρνοντας το πρόσωπό της στα χέρια και κοιτάζοντάς την στα μάτια ερευνητικά). ‘Ω.. Αγαπημένη μου γυναίκα, ξέρω, βλέπω στα μάτια σου αυτή τη στιγμή σαν σε κρουσταλλένια αστραφτερή πηγή τον ίδιο τον εαυτό μου. Αισθάνομαι την αγωνία σου, τη λαχτάρα σου, τον πόνο σου, πίνω από τα όμορφα αυτά μάτια τα αχτιδοβόλο ανάβρυσμα της αγάπης σου που χύνεται σαν ατέλειωτος όρκος πίστης στην ψυχή μου... Μα δές... (δείχνει με το δάχτυλο στον ορίζοντα) εδώ πιο πέρα... πίσω από τα βουνά αυτά ένας ολόκληρος κόσμος σταυρώνεται... μια άλλη αγωνία... ένας άλλος πόνος βαρύς κι ανέκφραστος..πόνος ομαδικός... από παρθένες κουρελιασμένες, από παιδιά ορφανά, από χήρες απροστάτευτες, από γέρους και κορμιά σκλάβων ανάπηρα στρέφεται με ικεσία πάνω στο σπίτι αυτό...
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Το γνωρίζω, το αισθάνομαι...
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Και ζητά προστασία, στήριγμα, οδηγό... Έ, τώρα.. Πες μου φωτεινή ελπίδα της ζωής μου. Που είν’ η θέση μου... εδώ;...
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (Με πόνο) “Αχ..
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Μα εγώ... Να στ’ αυτιά μου ακούω να κυλά το παραπονιάρικο κλάμα του ορφανού παιδιού ολοκάθαρο, και το στέναγμα του φυλακισμένου και της παρθένας την πονεμένη κραυγή ακούω, και του πεινασμένου, του ξεγυμνιασμένου βλέπω ολοζώντανη την εικόνα... (Με βαρύτητα) ακούω ακόμη την αντιβουή που φέρνει ο αέρας τρίξιμο αλυσίδων κι από χιλιάδες στόματα την τρικυμισμένη κραυγή... Ελευθερία ή θάνατος...
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (Με ρίγος) Θάνατος;
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κι η βουή αυτή με ξυπνά.. Μέσα μου ακούω τη βουή του πολέμου σαν ατίθασο φτερωτό άλογο που φρενιασμένο χτυπά στα στήθια
μου λέγοντας εμπρός... Στη λευτεριά ή στο θάνατο.
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (Σφιγγομένη μέ τρόμο επάνω του) Στο θάνατο;
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ναι.. Είναι γλυκύς ο θάνατος όταν θα δώσει σε χιλιάδες δυστυχισμένους το αντίκρυσμα της ζωής. Και σε κάνει να μη τον ψηφάς όταν θ’ ακούσεις το κυβούρι σου σα νανούρισμα απέραντου ονείρου να περνά με φωνές χαράς ο λαός της γενιάς σου δίπλα.. Σαν ποτάμι ολοφώτεινο βοερό ανθρωπισμού και δημιουργίας (Σφίγγοντας την στην αγκαλιά του και ψάνοντας με τα χείλη τα μαλλιά της) Μα πες μου, αγαπημένε σύντροφε της ζωής μου, ο Χριστός που πιστεύουμε για τους δυστυχισμένους δεν έχυσε το αίμα Του πάνω στο Σταυρό;
  ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (αποφασιστικά) Ε.. Τότε φύγε... Πήγαινε.. Η Πατρίδα κι εγώ τα δύο φτερά σου. Δύο μεγάλες αγάπες στο πλάι σου.. Ο Χριστός σκέπη σου.. Η νίκη μαζί σου.
                                    ΑΥΛΑΙΑ (Τέλος της Γ' Πράξεως)

                                             ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ
                                                   ΣΚΗΝΗ Α'
    (Η Σκηνή παριστάνει το Σπήλαιο της Αγιάς Σοφίας των Τοπολίων. Το Σπήλαιο απέραντο. Μαύρο φόντο στο βάθος πού κρεμουνται ανάμεσα πυκνοί σταλακτίτες. Στη δεξιά μεριά της εισόδου φαίνεται μικρό τέμπλο της Εκκλησίας με εικόνες και καντήλια. Ο Δεσπότης Μισαήλ κάθεται σε μια πέτρα σε είδος καρέκλας. Είναι γέροντας μ’ άσπρη μακρυά γενειάδα κι ακουμπά στη δεσποτική του ράβδο συλλογισμένος. 
Πριν του σηκώματος της αυλαίας ψάλλεται Εκκλησιαστικόν Τριπάριον της Μεγάλης Εβδομάδας (Μυσταγωγών συ Κύριε τούς οικείοις μαθητάς παιδεύων έλεγες) και ακούονται ήχοι καμπάνας δια την υποβλητικότητα της στιγμής. Προϋποτίθεται πώς όταν η αυλαία θα έχει σηκωθεί η ψαλμωδία θα έχει παύσει )
   ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΙΣΑΗΛ (Μονολογώντας) ‘Ω Κρήτη... Κρήτη... Συ η γεννήτρα της τάξης .. Των δίκαιων νόμων, Της σοφίας.. Το φως στους λαούς .. Πάλι σκλάβα.. αιματωμένη σκλάβα.. (Σωπαίνει λίγο και μετά σα να συνέρχεται από βαθιούς ρεμβασμούς). Ποτάμι τα αίματα.. Να κορμιά ξεσχισμένα.. Μεδούλια και κρέατα σωρός. Θάλασσα το αίμα το Βενετσιάνικο λιοντάρι με κλεισμένα τα μάτια από τη γλύκα, γλύφει, πίνει.. Αχόρταγα.. Και δεν ξέρω (στυλώνει το αυτί). Μου φαίνεται σα ν’ ακούω φωνές στη βουή του ανέμου.
Στριγγά κλαψίματα. Αχ του πόνου σα να βλέπω αιματόβρεχτα μάτια που τρέχουν δάκρυα βρύση. Απάνω μου απλώνουνται δάσος τα χέρια σε παράκληση. Σε μένα;.. Γιατί Θεέ μου,  Ω' πώς φοβούμαι απόψε.. (Φωνάζει)
Γαβριήλ... Μα πώς έφυγε;.. Κανείς δε μίλησε ή η ηχώ ήταν;... Αχ η βουή..
Πόσο ανατριχιάζει απόψε το κορμί μου... Τα γκρεμνά όξω χάσκουν στ’ ανοιχτό πελώριο μνήμα.. Κι ο αέρας περνώντας σαν φρενιασμένο άτι ουρλιάζει, κλαίει... Ω' ανώφελη ζωή... Ψεύτικη ζωή... Ο θάνατος. Μα πόσο κρύο και βαρύ είναι το σκοτάδι απόψε. Φοβούμαι.. φοβούμαι Γη είμαι Θεέ μου
και σποδός (φωνάζει) Γαβριήλ...
    ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ. Εδώ είμαι άγιε Δέσποτα.
    ΜΙΣΑΗΛ  Ευλογημένε τι γίνηκες;
    ΓΑΒΡΙΗΛ Πήγα κάτω στο χωριό τους ανιψιούς στα κελιά να κοιμηθούν και τα μεσάνυχτα σύμφωνα με τη προσταγή σου, τους παράγγειλα νάρθουν στή λειτουργία. Μα σαν ερχόμουν πάνω άκουσα...
    ΜΙΣΑΗΛ  Έ.... Τι;.  Ασφαλώς κανείς δικός μας θάχασε το δρόμο μες στο σκοτάδι και ζήτα βοήθεια. Άναψε ένα πυρσό γρήγορα και τρέξε... ο άνθρωπος θα κινδυνεύει... Μη στέκεσαι.
    ΓΑΒΡΙΗΛ Αμέσως Άγιε Δέσποτα... (ανάβει ένα πυρσό και φεύγει).
    ΜΙΣΑΗΛ (μόνος) Ναι... ένας στο σκοτάδι απόψε, στην άβυσσο παρασταρατημένος φωνάζει... Ποιος;  Ένας;...
Όχι. Πολλοί ακλουθούν πίσω... Άμετροι .. παραστρατημένοι αποδιωγμένοι... τυραννισμένοι. Ένας λαός ολόκληρος... Και ζητούν ένα φως ν’ ανάψει μπροστά στο θρόνο της μεγαλοσύνης σου... Να δουν και να δεις Θεέ μου και το κελί που θ’ ανάψει και θα λιώσει ακέριο μπροστά στο θρόνο σου..
Ποιος άλλος μπορεί νάναι έκτος από μένα... ο θάνατος... (παύση..) Ο θάνατος. Ναι λύτρο των πολλών. Και στεφάνι αμάραντο και πίστη ασάλευτη,
γλυκύτατη αγάπη μου άστρο αβασίλευτο της ζωής μου.. Χριστέ... Χριστέ, Χριστέ ..
                                ΣΚΗΝΗ Β'
    ΓΑΒΡΙΗΛ (Μ’ αγκομαχητό) Άγιε Δέσποτα προνόησες. . Ευτυχώς που πρόλαβα με το φως... Αλλιώς θάχαμε δυστύχημα.
    ΓΕΡΟ ΨΑΡΟΜΙΛΙΓΓΟΣ (Γέροντας σεβάσμιος μπαίνει μέσα προχωρεί ίσια στον αδελφό του Επίσκοπο πού όρθιος τον περιμένει, σκύβει ευλαβικά και του φιλεί το χέρι λέγοντας) καλησπέρα Θεοφιλέστατε αδελφέ μου Μισαήλ.
    ΜΙΣΑΗΛ (Τον αγκαλιάζει και τον φιλεί στο μέτωπο) Αδελφέ μου καλώς ήρθες, μα γιατί δεν ήρθες νωρίτερα; Κόντεψε να πληρώσεις με τη ζωή σου την αποψινή νύχτα. Τι κάνουν όλοι οι δικοί μας; Η Νύφη μας.
    ΨΑΡΟΜΙΛΙΓΓΟΣ Είναι καλά όλοι τους για να κλαίνε τη μοίρα τους και της Πατρίδας τη μοίρα. Και κείνη η άτυχη κλαίει εκείνο, πού ποιος ξέρει... Μου 'παν πώς ζει μ’ άραγε είν’ αλήθεια... Έμαθες τίποτα άγιε αδελφέ μου;
    ΜΙΣΑΗΛ  Ησύχασε... ο γιός μας ζει.. Κάμποσες μέρες τώρα είν’ εδώ. Τον έστειλ’ απόψε κάτω στο χωριό να ησυχάσει με το σύντροφό του και παράγγειλα στις 2 μετά τα μεσάνυχτα ναρθούν έδω στη λειτουργία.
    ΨΑΡΟΜΙΛΙΓΓΟΣ (Γονατίζοντας και κάνοντας με κατάνυξη κοντά στο τέμπλο το σταυρό του) Δοξασμένο ας είναι το όνομα του Θεού. Τώρα ειμ’ ευχαριστημένος να ποθάνω.
    ΜΙΣΑΗΛ (καθήμενος) Κάθισε αδελφέ μου, έχουμε πολλά να πουμ’ απόψε και σπουδαία ν’ αποφασίσουμε.
    ΨΑΡΟΜΙΛΙΓΓΟΣ Όπως πεθυμάς και προστάζεις αδερφέ μου (κάθεται).
    ΜΙΣΑΗΛ Αδερφέ μου η επανάσταση έπεσε. Οι αμαρτίες μας είναι τόσες που ο Θεός δε θέλησε η Πατρίδα μας να ελευθερωθεί.
    ΨΑΡΟΜΙΛΙΓΓΟΣ Δοξασμένο τ’ όνομά Του Αυτός γνωρίζει και ορίζει καιρούς και χρόνους,
    ΜΙΣΑΗΛ Μα από παράδοση και πείρα γνωρίζεις πως η εκδίκηση του τυράννου που άρχισε τόσο σκληρή θάναι εξοντωτική κι αμείλικτη.
    ΨΑΡΟΜΙΛΙΓΓΟΣ Το γνωρίζω γιατί έχει πλερώσει με πολύ αίμα η γενιά μας.
    ΜΙΣΑΗΛ Πρέπει όμως να μη ξεχνούμε πώς στο σημερινό ξεσήκωμα του νησιού μας το σπίτι μας επρωτοστάτησε. Εγώ δε πολύ περισσότερο με
τη παρακίνησή μου, με τα λόγια και γράμματά μου, γι αυτά δε όλα έχω μεγάλη ευθύνη. Οι Φράγγοι γνωρίζουν και το δικό μου ρόλο και τι δικό σου και του παιδιού μας πού φέρεται ως αρχηγός
ΨΑΡΟΜΙΛΙΓΓΟΣ Έκαμες κι εκάμαμε το καθήκον μας αδερφέ μου απέναντι της Κοινωνίας, απέναντι του Θεού και της θρησκείας που πιστεύουμε. Δεν εδουλώσαμε, δε δυναστέψαμε λαούς. Τη λευτεριά μας, δώρο του θεού στον άνθρωπο, με το αίμα μας θυσία ζητήξαμε.
   ΜΙΣΑΗΛ Μα τώρα., πλερώνουν αθώοι. Ανυπεράσπιστα πλάσματα.. Με τα κεφάλια των.. Ενώ εμείς....
   ΨΑΡΟΜΙΛΙΓΓΟΣ. Μα αμφιβάλλεις ότι δε θάρθει κι η σειρά μας;
   ΜΙΣΑΗΛ Καθόλου. Κι εκεί ίσα ίσα θέλω να φτάσω. Έμαθα πώς είμαστε προγεγραμμένοι από τη φράγκικη διοίκηση. Και μαζί μας και το παιδί μας...
   ΨΑΡΟΜΙΛΙΓΓΟΣ Σε πληροφόρησαν;
   ΜΙΣΑΗΛ Ναι... Και πρέπει να σώσουμε το παιδί μας και άλλους πολλούς αθώους.
   ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΓΟΣ Με ποιό τρόπο;
   ΜΙΣΑΗΛ Με φώτησεν ο Θεός και τον βρήκα.
   ΨΑΡΟΜΙΛΙΓΓΟΣ Πώς;
   ΜΙΣΑΗΛ (Πιάνοντας το χέρι του αδελφού του). Αν έχεις το θάρρος, τη δύναμη και την πίστη στο Χριστό πώς υπάρχει, να ο τρόπος... Με το κεφάλι μου και το κεφάλι σου αδερφέ μου.
   ΨΑΡΟΜΙΛΙΓΓΟΣ (Ήρεμα και αποφασιστικά). Εγώ με μεγάλη μου χαρά και είναι και δίκιο γιατί θα σώσω το παιδί μου. Μα συ αδερφέ μου δεν πρέπει, δεν έχεις το δικαίωμα γιατί είσαι ποιμένας, αρχηγός..
   ΜΙΣΑΗΛ (Αποφασιστικά) που οφείλω να θυσιάσω την ψυχή μου υπέρ των προβάτων. Το κεφάλι του Αρχιερέως της Κισάμου θα πιάσει τόπο, θα ταράξει και θα ησυχάσει τα αιμοβόρα θεριά που μας κυβερνούν, θα σώσει κόσμο πολύ.
   ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΓΟΣ Έ τότε η ζωή μας θα σώσει πολλούς... πρέπει να γρηγορέψουμε το τέλος, στιγμή να μη χάνεται γιατί είναι πολύτιμη.
    ΜΙΣΑΗΛ Ε μάθε τώρα ένα βαρύ μυστικό αδερφέ μου.. Γι αυτό κάλεσα το παιδί μας απόψε στη νυχτερινή τελευταία λειτουργία. Θα τους δέσω με
φοβερό όρκο. Στο Αίμα και στο Σώμα του Χριστού θα τους ορκίσω να γεννούν με τον αδερφό του οι δήμιοί μας για να σώσουν τη δική των ζωή. Ο Θεός ας μας ενισχύση κι εμάς κι εκείνους.
   ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΓΟΣ. Φοβερό πράμα για κείνους, ευτυχισμένο για μας. Ο Θεός ας τους φωτίσει να μη δειλιάσουν για να σωθεί η ζωή των μαζί με άλλων αθώων που είναι πολύτιμη για τη πατρίδα.
    ΜΙΣΑΗΛ Ο Θεός θα τους ενισχύσει με θάρρος και πίστη αδερφέ μου (φωνάζει) Γαβριήλ... Πάρε τον αδερφό να ησυχάσει ως την ώρα της λειτουργίας.
Εγώ θα προσευχηθώ (Στρέφεται στον αδερφό του). Κοιμήσου αδερφέ μου εν ειρήνη τις λίγες ώρες που σου μένουν ως το μεγάλο ταξίδι. Εμένα πρέπει να με εύρει άγρυπνον ο ερχομός του Κυρίου μου.
                                             ΣΚΗΝΗ Γ
    ΜΙΣΑΗΛ (Καταμόναχος σέρνεται ως• το τέμπλο της Εκκλησίας, γονατίζει και με υψωμένα τα χέρια προσεύχεται..)
    «Από μικρό παιδί δούλεψα στην Ιδέα και στην πίστη σου, Πατέρα μου. Πάνω από τα πάθη του κόσμου με νηστεία κα προσευχή με ζεστή καρδιά και τρεμάμενα χέρια τη θυσία σου Χριστέ μου Ιερούργησα. Πάντα τα μάτια στο σταυρωμένο κι αιματωμένο κορμί Σου ευλαβικά προσήλωσα. Και τη δέησή μου σα θυμίαμα ευωδιαστό άφησα για το λυτρωμό του κόσμου στα άχραντα πόδια Σου. Ήρθε καιρός που η ψυχή μου ζήτηξε να δει τ’ αντίκρυσμα της αβασίλευτης νέας κι αιώνιας χαράς που αναβλύζει από τον ασάλευτο θρόνο Σου. Το μαρτύριο τού λαού μου...Η κραυγή του πόνου του, ο σφαγμός του εσύντριψε το σκελετωμένο κορμί μου. Ανώφελη η ζήση μου. Δέξου λύτρο και προσφορά την ψυχή μου παντοτινό ενθύμιο για την ανάσταση του δυστυχισμένου λαού μου, που ξεσκλαβωμένο κι ελεύθερο τάξε τον πάλι κεφαλή και φως δημιουργίας και δικαιοσύνης στον κόσμο Χριστέ μου. Πιστεύω ότι Συ είσαι ή Ανάσταση και η ζωή.
(κατά τη διάρκεια της προσευχής ψάλλεται χειρουβικός ύμνος της Μεγάλης Πέμπτης «Του Δείπνου σου του μυστικού σήμερον Υιέ Θεού» μελωδικότατα και υποβλητικά συγχρονιζόμενος ως το τέλος της προσευχής που πέφτει η αυλαία.

                                                 ΠΡΑΞΙΣ ΠΕΜΠΤΗ
                                                        ΣΚΗΝΗ Α'
(H Σκηνή παριστάνει το φαράγγι του χωρίου Κατσοματάδω. Είναι σούρουπο. Δυο οδοιπόροι, άνδρας και γυναίκα, νέοι κάθονται να ξεκουραστούν έπειτα από το μακρύ δρόμο των. Ο άνδρας φαίνεται σαν να τον δέρνει μεγάλη θλίψη. Κάθεσαι αμίλητος και βαθειά συλλογισμένος. Προς στιγμήν σαν νάρχεται στον εαυτό του. Γυρίζει ερευνητικά και φοβισμένα τα μάτια του και σηκώνει το χέρι του τρεμάμενο και δείχνει στο φόντο το σύνολο της Αγίας Σοφίας λέγοντας
ψιθυριστά):  Εκεί ... εκεί...;
    ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Δεν πρέπει Δημήτρη μου βαθιά ο πόνος να σε δέρνει, ούτε η θλίψη. Ο Ύψιστος να κυβερνά τον νου σου .. Εγώ σ’ εσένα (σιμώνει και ρίχνει στους ώμους τα χέρια της προσπαθώντας να συναντήσει τα μάτια του). Εστήριξα τόσες χρυσές ελπίδες.
Μέσα από τα μάτια σου πρόσχαρους είδα ήλιους να ρίχνουν φως χρυσάχτιδο στο δρόμο της ζωής μου. Πέρδικα με 'λεγες γλυκά φτωχή και φοβισμένη.
     Eζάρωσα στο κόρφο σου
     περήφανε αητέ μου.
     Γοργόφτερε πολεμιστή
     του γένους σου καμάρι.
     Κι αν σε σκιαζόνταν τα στοιχειά.
     σε τρέμαν οι τύραννοι 
     δεν είχες άγρια καρδιά
     ούτε σκληρή τη σκέψη 
     όταν τα μάτια ζύγωναν
     εις τα δικά μου μάτια
     σαν βρύσες δυο που τρέχουνε
     αναλυτό χρυσάφι
     και σμίγουνε στο τρέξιμο
     γλυκά αγαλιασμένες.
     Έτσι τρέχεν ο πόθος σου
     στη δίψα της καρδιάς μου.
     Ζάχαρη ναι τα λόγια σου
     παιδιού ψυχή η ψυχή σου,
     που νανουρίζονταν γλυκά
     στους χτύπους της καρδιάς μου.
     Τώρα τα μάτια άλλου πλανάς...
     Βρίσκεσαι σ’ άλλους κόσμους...
     Μιλείς μ’ ανθρώπους άφαντους
     σαν σε ονείρου ζάλη.
     Φόβος τρομάζ’ αδιάκοπα
     την άφοβη καρδιά σου.
     Σαν σου μιλώ δεν μου μιλάς.,
     ξεχνάς πώς στη ζωή σου
     ήμουν ζωή, κι ο πόνος σου
     ειν’ θάνατός μου
     η νύχτα μου η παντοτινή.
     το ανοιχτό μου μνήμα.
    (Την συνεπαίρνουν λυγμοί και κλαίει,
    ΔΗΜΗΤΡΗΣ (Με ταραχή) Κρυσταλλένια... (σιωπά πάλι και γυρίζει αλλού τα μάτια).
    ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Μίλησε., ω μίλησε γλυκειέ μου. Αγιά Σοφιά μου πρόφτασε και δύναμη δώσε για να λυθούν τα χείλη του να ξαλαφρώσ’ ο πόνος ..
    ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κρυσταλλένια... Είπες μνήμα... (Με οδύνη και αγωνία) Ένα μνήμα.. δύο... να εκεί στο σπήλιο το βαθύ... 
    ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Λέγε σύντροφε της ζωής μου. Πως;
    ΔΗΜΗΤΡΗΣ  (Υποβλητικά) Είναι σκοτάδι. Στο σπήλιο το βαθύ. Μια Εκκλησία... Να τα κεράκια ακόμη τα βλέπω. Τρεμοσβύνουν.. Τα γκρεμνά έξω ολόγυρα χάσκουν... Μέσα εκεί ακούονται ψαλμωδίες γλυκειές ψαλμωδίες... Για το Χριστό, για την αγάπη του Θεού.
   ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ Ευλογημένη η χάρη του, δοξασμένο τόνομά του.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κι ελέγανε άκουσε Κρυσταλλένια πώς ο Θεός κατέβηκε στο κόσμο για μας, που ήμαστε η αγάπη του, έχυσε το αίμα του για μας και το λένε τα γέρικα κι αγιασμένα χείλη εκείνου. (Σωπαίνει με πόνο).
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Ποιου; Του Άγιου θεού μας του Δεσπότη. Έ. . Λέγε αγαπημένε μου.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ναι... Αχ να τον πως σιμώνει το ποτήρι που ξεχειλίζει αίμα και φως και λέει τη φοβερή του σε μένα και μαζί με μένα στο δυστυχισμένο του σύντροφο προσταγή.
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ. (Με αυξανόμενη περιέργεια και φόβο). Προσταγή;
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ναι.... Πάνω στο αίμα και στο σώμα του Χρίστου δένει τον όρκο και αγναντεύοντας τη φρίκη μας αφήνει φρικτή κατάρα αν παρακούσωμε.
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (Mε ταραχή). Κατάρα είπε; 
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ  Ζαλισμένη, άβουλη, σαν κάποια άλλη δύναμη να ενσαρκώθηκε μέσα μας ξύπνησε τους ανθρώπους της σάρκας.
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (Mε αυξανόμενη ταραχή και αγωνία) Και....
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ (Mε φοβερή ταραχή και πόνο). Σηκώσαμε τα καταραμένα χέρια, ο άλλος πιο κάτω στο πατέρα μου. Κι εγώ σ' εκείνον. Αχ μαύρη και καταραμένη στιγμή της ζωής μου. Άγιο κορμί λουσμένο στο αίμα τίναξε τα πόδια μπροστά στην άγια θύρα που ευλογούσε το Θεό μας.
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (Mε φρίκη). Δημήτρη εσύ... εσύ... δυστυχισμένε δυο φορές πατροκτόνος. Ώ φοβερά λόγια Θεέ μου. Λέγε μη σταματήσεις, λέγε...
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Όλο άσπρο σα σάβανο το πεντακάθαρο κεφάλι βρέθηκε στα χέρια σαν υπόσχεση και λύτρο της ζωής μου... Δυστυχισμένης και καταραμένης ζωής. Και αμέσως κρατώντας στα τρεμάμενα αιματωμένα χέρια μου δεν ξέρω πως κοίταξα κάτω από την ξεψυχισμένη αχτίδα του τελευταίου κεριού.... Και είδα... Αχ Είδα... Τα μάτια ν’ ανοιγοκλείνουν σε μακάριο άνάπλεμα καλωσύνης και τα άγια χείλη να ψιθυρίζουν «ευχαριστώ».
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Φριχτό... Φρικτό... Πράγμα... Θεέ μου πρόφτασε.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ναι. Με συνεπήρε μετά η φρίκη και ο φόβο"... Κρατώντας στα χέρια το άγιο κεφάλι σα φωτιά και κεραυνό φεύγω. Το κερί είχε σβήσει ολότελα και η ηχώ κάθε ψαλμωδίας είχε ξεψυχήσει. Σκοτάδι μπροστά μου. Τα γκρεμνά χάσκουν. Κατρακυλώ σα βρικόλακας... Πατροκτόνος... Φεύγω... Τρέχω.
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Παναγία μου.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Στο διάβα μου, μου φαίνεται, πως τα πουρνάρια σαλεύουν σα μαύρα χέρια έτοιμα να μ’ αρπάξουν... Ακούω σφυρές και γέλια στον αέρα που φυσά. Αίματα λάμπουν στο δρόμο μου. Από το κεφάλι μου πέφτει στάλα στάλα το αίμα και γίνεται ποταμός.
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Δύστυχε ...
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Φοβούμαι... Τρέμω να ρίξω κατά τον ουρανό τα μάτια. Κι’ όταν μια στραγγιά του νυχτοπουλιού φωνή με κάνει να ρίξω μια κλέφτικη και φοβισμένη ματιά στον ουρανό βλέπω μέσα από τα άστρα χιλιάδες άμετρα μάτια να με κοιτούν, να ερευνούν, να ξεσκίζουν την καρδιά μου.
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Η συνείδηση... ο Θεός...
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κουρέλι άβουλο. Σκιάχτρο ζωής παραπατώ στο σκοτάδι της απαίσιας αυτής νύχτας (με αυξάνοντα πόνο και αγωνία). Κι ενόμιζα τάχα πώς αν πρόφταινα γρηγορότερα τον κεραυνό που κρατούσα στα χέρια μου ν’ απόθετα στα πόδια των τυράννων θα ‘λάφραινα, όμως αλλοίμονο... Από τότε παντού βλέπω το γέλιο εκείνο... το πέσιμο και το σπαραγμό του άγιου κορμιού... Πιο πίσω το ρόγχο και το αίμα του γονιού μου και μετά ένα σκοτάδι στον ώμο ένα πλάκωμα στην ψυχή μου βαρύ κι αγιάτρευτο.
  ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Δυστυχισμένε... Δυστυχισμένε... Και το κράτησες μυστικό και σε μένα, τόσο καιρό; Θεέ μου, αχ Θεέ μου...
  ΔΗΜΗΤΡΗΣ Μα αν δεν ήσουν εσύ ποιος ξέρει... πως και που... αλλά ήσουν συ η ελπίδα.
  ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Εγώ ελπίδα...
  ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ναι. Ένα φως ζεστό καλωσύνης όπως πάντα μέσα στα μάτια σου. (Την κοιτάζει στα μάτια και της πιάνει το χέρι). Κάτι αχτίνες έφερναν ένα χάδι θερμό μέσα στα βάθη της καρδιάς μου... Μια ολαφράδα στή θολούρα του νου μου «Ζήσε για μένα».
  ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (Κλαίει).
  ΔΗΜΗΤΡΗΣ  Γι αυτό ήθελα να ζήσω... Για σένα... Για τ άλλα; Πεθαμένος- νεκρός... Κρυσταλλένια μη κλαίς. Έλα πάμε, ίσως εκεί στους άλλους πεθαμένους. Πάνω στα μνήματα θέλω να φιλήσω. Εκεί το χώμα και να κλάψω.
  ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Να κλάψωμε μαζί.
  ΔΗΜΗΤΡΗΣ  Ναι... Θα βρέξω το χώμα με τα ζεστά δάκρυά μου που θα γλυστρήσουν μέσα από το χώμα να πάνε στα κόκαλα των γονιών μου. Να πω το σπαραγμό μου. Ποιος ξέρει τότε•... Πιο πάνω θα με βλέπουν τα μάτια του Χριστού μας που είναι καλός...
Τόσο πονετικός. Και η μάνα του η γλυκιά μάνα όλου του κόσμου. Ίσως με λυπηθούν και με συγχωρέσουν...
Πάμε...
  ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (Σβησμένα) πάμε (Σηκώνονται αγκαλιασμένοι παίρνουν το δρόμο)

                                                             ΣΚΗΝΗ Β'
    (Σκηνή παριστάνει το γνωστό εσωτερικό του συνόλου της Αγίας Σοφίας. Είναι σκοτάδι απόλυτο. Οι δυο σύζυγοι γλιστρούν μέσα σα σκιές. Η Κρυσταλλένια ανάβει μ’ ένα κεράκι ένα κομμάτι λιβάνι. Θυμιάζει και προσκυνά τις εικόνες κι ο Δημήτρης προσκυνά τις εικόνες και με ταραχή πιάνει μετά το χέρι της γυναίκας του και φοβισμένα και τρεμάμενα δείχνει στο σημείο που φαίνονται δυο μνήματα λέγει Να Εκεί, εκεί. Η Κρυσταλλένια τον παρασύρει ως εκεί γονατίζουν ακουμπούν στο μνήμα τα κεφάλια.
    ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ (Προσεύχεται)  Γλυκεία μάνα του κόσμου. ’Απόψε στη νύχτα και στην ερημιά έφερα τρεμουλιαστά τα βήματά μου και σπαραχμένη τη καρδιά μου στη χάρη σου. Η αγάπη μου πιστή θερμή και άδολη, στάθηκε δίπλα στον άνδρα αυτό.
Τιμή και χαρά μου εκείνος μα τιμή και χαρά προστάτης του λαού του νησιού αυτού.. των σκλαβωμένων και τυρανισμένων. Στη λεβεντιά και στη νιότη μου, στην άτρομη καρδιά του, στη λάμψη του σπιτιού του στα άδολά του αισθήματα. Οι ματιές των σκλάβων στήριξαν ελπίδες ανάστασης και ελευτερωμού. Μα οι άμαρτίες μας δε σώθηκαν... Και στους τόσους σκοτωμούς στους τόσους πόνους γίνηκεν ο άνδρας αυτός ο δύστυχος δυο φορές φονιάς... Πατροχτόνος. Μαύρο σκοτάδι τον έζωσεν από τότε και χειμώνας βαρύς πλάκωσε στα στήθια του σκιάχτρο ζωής ανώφελη σιμά μου κάνει αβάσταχτο το πόνο μου. Αμαρτωλός βαρύς μα συ ξέρεις Δέσποινα μου το πώς... και το γιατί... Και γνωρίζεις από αγάπη παιδιού. Και γνωρίζεις από πόνο και γι αυτά όλα συγχώρεσε την αμαρτία του ησύχασε το νου του... Γλύκανε τη ψυχή του. Ναι άγιοι γονιοί που το χέρι τους με τον όρκο το δικό σας έκανε τη φοβερή πράξη του σκοτωμού σας. Ικετέψατε το Θεό να δώσει την ευσπλαχνία του.
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Θεέ μου συγχώρεσέ μου (κλαίει και τούς παίρνει ο ύπνος εκεί). Σε λίγο σαν σε όνειρο φαίνεται το φάσμα του Μισαήλ ολόλευκο από το άγιο Βήμα. Φορεί ομοφόριο. Ξέσκεπο το κεφάλι και λουσμένο στο φως. Με φωνή απόκοσμη μιλά.
   ΤΟ ΦΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΙΣΑΗΛ Μου ‘δωσες το φεγγοβόλησα του αιώνιου Θεού με το θάνατο. Και σκόρπισες το θάνατο για την ανάσταση των ταπεινών και των σκλάβων. Ο Θεός σ’ έχει συχωρέσει. (Σαν απόκοσμη ψαλμωδία ακούεται το αλληλούια. Το φάσμα σιγοσβήνει).
   ΔΗΜΗΤΡΗΣ (συνέρχεται από όνειρο) Κρυσταλλένια άκουσες; Εκείνος ο ίδιος  το'πε;
   ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ Ναί... το'πε. Ο Θεός σε συχώρεσε. Ας είν ευλογημένος (Κάνει τον σταυρό του).
    ΔΗΜΗΤΡΗΣ (Σταυροκοπούμενος) Ας είν’ εύλογημένος.

                                           ΑΥΛΑΙΑ
                                     Τέλος του Δράματος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις